- λαμπτηρουχία
- λαμπ-τηρουχία, ἡ,A holding of torches: pl., λαμπτηρουχίαι the beacon-watches, A.Ag.890.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
λαμπτηρουχία — λαμπτηρουχία, ἡ (Α) το να κρατά κάποιος λύχνους ή πυρσούς. [ΕΤΥΜΟΛ. < *λαμπτηροῦχος (< λαμπτήρ + οῦχος + ἔχω)] … Dictionary of Greek
λαμπτηρουχίας — λαμπτηρουχίᾱς , λαμπτηρουχία holding of torches fem acc pl λαμπτηρουχίᾱς , λαμπτηρουχία holding of torches fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)